- σπούριος
- σπούριος, ὁ,= Lat.A spurius, bastard, PFlor.5.16 (iii A.D.); spelt [full] σπόριος, Plu.2.288e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σπούριος — spurius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπούριος — spurius masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπούριος — και σπόριος, ον, ΜΑ 1. νόθος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σπούρια τα νόθα παιδιά, τα μπάσταρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spurius «νόθος»] … Dictionary of Greek
Σπουρίου — Σπούριος spurius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπουρίου — σπούριος spurius masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπούριον — Σπούριος spurius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπούριον — σπούριος spurius masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CARVILIUS Spurius — I. CARVILIUS Spurius primus Romanorum, solâ infecunditate obiectâ, uxorem repudiavit. Dionys. Halicarn. l. 2. Σπούριος Καρουΐλιος ἀνὴς οὐκ ἀφανὴς πρῶτος λέγεται ἀπολῦσαι την` γυναῖκα, ἀναγκαζόμενος ὑπὸ τῶ Τιμητῶν ὀμόσαι τέκνων ἕνεκα γυναικὶ μὴ… … Hofmann J. Lexicon universale
σπόριος — ον, Α βλ. σπούριος … Dictionary of Greek